χρυσόπτερος

χρυσόπτερος
-η, -ο / χρυσόπτερος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσόφτερος Ν
αυτός που έχει χρυσά φτερά («ἔρωτος χρυσοπτέρου», Ψ Χρυσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μαρμαρό-πτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόπτερος — χρῡσόπτερος , χρυσόπτερος masc/fem nom sg χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόπτερον — χρῡσόπτερον , χρυσόπτερος masc/fem acc sg χρῡσόπτερον , χρυσόπτερος neut nom/voc/acc sg χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem acc sg χρυσοπτερος with wings of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοπτέρου — χρῡσοπτέρου , χρυσόπτερος masc/fem/neut gen sg χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοπτέρων — χρῡσοπτέρων , χρυσόπτερος masc/fem/neut gen pl χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόπτερε — χρῡσόπτερε , χρυσόπτερος masc/fem voc sg χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόπτεροι — χρῡσόπτεροι , χρυσόπτερος masc/fem nom/voc pl χρυσοπτερος with wings of gold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИРИС —    • Iris,        1. ο̉ Ίρις, река в Понте, течет с Антитавра, начинаясь у Comana Pontica, сначала в западном, а затем в северо восточном направлении и наконец, приняв в себя справа Лик, изливается в Понт, к востоку от Амиса; н. Kasalmak, а в… …   Реальный словарь классических древностей

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόφτερος — η, ο, Ν βλ. χρυσόπτερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”